- λῄσταρχον
- λῄσταρχοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαιρομυσής — ές, ΜΑ αυτός που χαίρεται να κάνει κακουργήματα (α. «χαιρομυσῆ λήσταρχον κακεργάτην», Κ Μανασσ. β. «χαιρομυσῆ φόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek